- ισλανδικός
- -ή, -ό1. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ισλανδία ή στους Ισλανδούς.2. το θηλ. και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ισλανδική, η και ισλανδικά, τα η γλώσσα των Ισλανδών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.